Η «Χοντροκατσαρή» είναι μια παραδοσιακή τοπική ποικιλία τομάτας που καλλιεργείται και ευδοκιμεί εδώ και έναν αιώνα στους Μεσσηνιακούς αγρότοπους. Πρόκειται για ένα μοναδικό παραδοσιακό προϊόν, με υψηλή διατροφική αξία και ξεχωριστά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, προσαρμοσμένο πλήρως στις ιδιαίτερες συνθήκες και μικροκλίμα της Μεσσηνιακής γης.
Η διάδοση της καλλιέργειας της «Χοντροκατσαρής» συμβάλλει:
∙ στη διαιώνιση του γενετικού υλικού της και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας της Μεσσηνίας
Οι παραδοσιακές ποικιλίες είναι η ιστορία και η παράδοσή μας που εκτοπίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από υβρίδια, στο πλαίσιο “εκμοντερνισμού” της γεωργίας. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτιστικού και κοινωνικού πλούτου της Μεσσηνίας που εγγυώνται τη μελλοντική διατροφική αυτάρκεια και την οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Αντίθετα, εξαφάνιση των παραδοσιακών σπόρων σηματοδοτεί την απώλεια γενετικού υλικού και βλάπτει ανεπανόρθωτα την τοπική βιοποικιλότητα.
∙ στην οικονομική ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας
Τα τοπικά, παραδοσιακά προϊόντα είναι προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η ανάδειξη τους ενισχύει την απασχόληση, παρέχοντας προοπτική και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας. Το κόστος αγοράς των παραδοσιακών σπόρων είναι έως και τριάντα φορές μικρότερο από την αγορά σπόρων υβριδίων.
∙ στη διατήρηση των γευστικών αναμνήσεων
Η αναβίωση της καλλιέργειας της «Χοντροκατσαρής», φέρνει στο τραπέζι μας γεύσεις και αναμνήσεις του Μεσσηνιακού παρελθόντος.
∙ στην επιστημονική έρευνα
Οι παραδοσιακές ποικιλίες, πολλές από τις οποίες κινδυνεύουν να χαθούν, είναι μαζί με άλλα ημιάγρια είδη οι γονείς των σύγχρονων ποικιλιών, αποτελούν δηλαδή τη βάση, όχι μόνον της σημερινής αλλά και της μελλοντικής διατροφής. Το γενετικό υλικό των παραδοσιακών ποικιλιών, αποτελεί για τους σημερινούς επιστήμονες πραγματικό θησαυρό. Τα φυτά των παραδοσιακών ποικιλιών ιδανικά προσαρμοσμένα στο περιβάλλον που καλλιεργήθηκαν για γενεές επί γενεών φέρουν γενετικό φορτίου που τους επιτρέπει να επιζούν στη δοκιμασία της φύσης και του χρόνου, κρύβοντας στο γενετικό τους υλικό απαντήσεις στις περιβαλλοντολογικές προκλήσεις, στις οποίες σήμερα απαντάμε με τη χρήση φυτοφαρμάκων.
«Χοντροκατσαρή»: Η παραδοσιακή απάντηση στα υβρίδια
Υβρίδια καλούνται τα φυτά, τα οποία προκύπτουν από τη διασταύρωση διαφορετικών ποικιλιών του ίδιου είδους και παρουσιάζουν ”βελτιωμένα” χαρακτηριστικά σε σχέση με τα φυτά από τα οποία προέρχονται, όπως ανθεκτικότητα σε ακραία καιρικά φαινόμενα, ασθένειες, λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Επιπλέον, τα υβρίδια επιτρέπουν τη μαζική παραγωγή ομογενών προϊόντων, διευκολύνοντας την τυποποίηση και τη μεταφορά τους και δημιουργώντας ομοιόμορφα, σε ό,τι αφορά τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (μέγεθος, σχήμα, χρώμα, άρωμα και γεύση), τρόφιμα.
Στον αντίποδα της υβριδικής τομάτας, η ποικιλία «Χοντροκατσαρή», παράγει πλούσιες σε γεύση και αρώματα τομάτες με ελάχιστο κόστος. Ο παραγωγός έχει τη δυνατότητα να διατηρεί τους δικούς του σπόρους ή να απευθύνεται για την απόκτησή τους στους διατηρητές της ποικιλίας, χωρίς να νοιώθει οποιουδήποτε είδους εξάρτηση. Ο παραδοσιακός σπόρος αναπαράγεται ελεύθερα και χαρακτηρίζεται από μικρές απαιτήσεις σε λιπάσματα και φυτοφάρμακα, επομένως δεν απαιτεί μεγάλες χρηματικές εισροές, γεγονός που τον καθιστά ελκυστικότερο ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Όλοι οι σπόροι που διακινούνται στην αγορά της ΕΕ πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι στον σχετικό “επίσημο” κατάλογο. Προαπαιτούμενα για την εγγραφή τους είναι η ομοιομορφία και η σταθερότητά τους, χαρακτηριστικά που απαντώνται ευκολότερα στους βιομηχανικά παραγόμενους σπόρους εξαιτίας της ιδιαίτερα περιορισμένης γενετικής τους βάσης. Αντίθετα, οι σπόροι των γεωργών διαθέτοντας πολύ ευρεία γενετική βάση και προσαρμοστικότητα χαρακτηρίζονται από περιορισμένη ομοιομορφία και σταθερότητα. Πέραν τούτου, η εγγραφή των σπόρων στον εν λόγω κατάλογο συνοδεύεται από σημαντικό κόστος ενώ διέπεται και από χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, παραμέτρους που μπορεί εύκολα να αντιμετωπίσει μια μεγάλη εταιρεία αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να διαχειριστεί ένας μεμονωμένος παραγωγός.
Σε αυτή την κατεύθυνση το ΙΚΒΚΚ χρηματοδότησε αρχικά την καταγραφή των παραδοσιακά καλλιεργούμενων ποικιλιών της Μεσσηνίας από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν τη μελέτη της παραδοσιακής ποικιλίας τομάτας “Xοντροκατσαρή” από τα Εργαστήρια Γενετικής-Βιοτεχνολογίας και Χημείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Η μελέτη της «Xοντροκατσαρής» αφορούσε στη γενετική ταυτοποίηση της ποικιλίας, δηλαδή τη γενετική και συγκριτική ανάλυση του γενώματός της και απέδειξε ότι η «Xοντροκατσαρή» αποτελεί ξεχωριστή ποικιλία με σαφώς διαχωρισμένα γενετικά χαρακτηριστικά. Το 2021 η «Xοντροκατσαρή» καταχωρήθηκε επίσημα στον Εθνικό Κατάλογο που είναι ταυτόχρονα και Κοινοτικός και πλέον διατίθεται νόμιμα στους παραγωγούς. Το περιγραφικό δελτίο για την ένταξη της ποικιλίας στον Κατάλογο περιλαμβάνει 51 χαρακτηριστικά που περιγράφτηκαν με κάθε λεπτομέρεια. Το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου είναι ο διατηρητής της ποικιλίας “Χοντροκατσαρή” και έχει την αποκλειστικότητα διάθεσης πολλαπλασιαστικού υλικού ως πιστοποιημένο σπόρο.
Το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου δημοσίευσε μία ακόμη μελέτη, την οποία επίσης στήριξε το Ίδρυμα Καπετάν Βασίλη και Κάρμεν Κωνσταντακόπουλου, σύμφωνα με την οποία η «Χοντροκατσαρή» είναι τουλάχιστον εφάμιλλη σε απόδοση με τα υβρίδια και ότι είναι προτιμότερο να καλλιεργείται στους χειμερινούς μήνες σε θερμοκήπιο. Συνεπώς, η «Χοντροκατσαρή» δεν είναι μόνο μια ανώτερη γευστικά τομάτα αλλά και μια καλλιέργεια με προοπτική υψηλού κέρδους.
Το μέλλον της «Χοντροκατσαρής»
Το Κέντρο Αγροδιατροφικής Επιχειρηματικότητας Μεσσηνίας (ΚΑΕΜ) με τους συνεργάτες γεωπόνους του Γραφείου Διαχείρισης Στρατηγικών Έργων της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης, αξιοποιώντας καινοτόμες καλλιεργητικές προσεγγίσεις όπως η ευφυής γεωργία και η ολοκληρωμένη διαχείριση καλλιέργειας, φιλοδοξεί να αναβιώσει τις τοπικές παραδοσιακές ποικιλίες. Η καλλιέργεια της «Χοντροκατσαρής» δεν αποτελεί για τη Μεσσηνία απλά μια εναλλακτική λύση στη μονοκαλλιέργεια της ελιάς αλλά και μια πειστική εναλλακτική για καλύτερη πρόσοδο, η οποία θα αναδείξει τα τοπικά προϊόντα και θα στηρίξει την τοπική οικονομία ενισχύοντας την απασχόλησή και παρέχοντας προοπτική για την παραμονή του πληθυσμού στην ύπαιθρο.
Με την παραγωγή παραδοσιακών ποικιλιών όπως της «Χοντροκατσαρής» εκτός από τη βελτίωση του αγροδιατροφικού επιχειρηματικού μοντέλου, δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για την παράλληλη ανάπτυξη γαστρονομικού τουρισμού, όπου οι επισκέπτες θα γεύονται τοπικά προϊόντα και οι chef των χώρων εστίασης θα τα εντάσσουν στο menu τους και στις συνταγές τους αξιοποιώντας και αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο παραδοσιακά τοπικά προϊόντα.
Η «Χοντροκατσαρή» θα καλλιεργείται όχι μόνο σε ελεγχόμενες συνθήκες περιβάλλοντος (δικτυοκήπιο, θερμοκήπιο, χαμηλά σκέπαστρα) αλλά και στον έδαφος, ως υπαίθρια πρώιμη καλλιέργεια (Χώρα Μεσσηνίας) αλλά και ως υπαίθρια όψιμη (Αμερικανική Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης), ξεκινώντας με πιλοτικές εφαρμογές για επαγγελματίες παραγωγούς σε συμβατική και βιολογική καλλιέργεια.
Για τον λόγο αυτό ήδη δημιουργούνται πρωτόκολλα καλλιέργειας, προκειμένου να είναι γνωστές στον παραγωγό η απόδοση και η ποιότητά της βάσει του τρόπου καλλιέργειας που περιγράφεται. Ακόμα, αναζητούνται δυνατότητες αξιοποίησης της «Χοντροκατσαρής» στον τομέα της μεταποίησης και των διατροφικών χαρακτηριστικών της όπως η περιεκτικότητα σε λυκοπένιο και καροτενοειδή. Τέλος ερευνάται και η μετασυλλεκτική ζωή της τομάτας δηλαδή “η ζωή στο ράφι”, αν δηλαδή αλλοιώνονται τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά υπό τις συνήθεις συνθήκες διατήρησης.
Πηγές: https://www.cvf.gr/cvf_action_records/view/19